- ανακαλώ
- (-έω) (Α ἀνακαλῶ)Ι. ενεργ.1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.)2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.)ΙΙ. μέσ.1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.)2. κλαίω, θρηνώνεοελλ.Ι. ενεργ.1. αποσύρω, αναιρώ, ακυρώνω, καταργώ2. φρ. «ανακαλώ στη μνήμη μου», αναπολώ, αναλογίζομαι«ανακαλώ στην τάξη», ελέγχω κάποιον που ατάκτησε ή παρεκτράπηκεΙΙ. (μέσ. ανακαλιέμαι)1. επικαλούμαι τη θεία τιμωρία, καταριέμαι2. επικαλούμαι τη θεία βοήθεια, προσεύχομαι3. κραυγάζω, οδύρομαι, θρηνώμσν.διαφυλάσσω, προφυλάσσωαρχ.Ι. ενεργ.1. καλώ στο δικαστήριο, κλητεύω2. ονομάζω, αποκαλώΙΙ. μεσ.1. καλώ τους νεκρούς επάνω2. στέλνω και προσκαλώ3. ενθαρρύνω, παρορμώ4. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναλαμβάνω, συνέρχομαι5. επανορθώνω, διορθώνω6. φρ. «ἀνακαλούμαι τῇ σάλπιγγι», σημαίνω υποχώρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + καλῶ.ΠΑΡ. ανάκληση (-ις)αρχ.-μσν.ἀνακλητοςνεοελλ.ανακάλεμα, ανακαλεσιά, ανακάλεσμα, ανακάλημα, ανακαλητό, ανακλητός, ανακλήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.